- φεσώνω
- borcunun üzerine yatmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φεσώνω — φεσώνω, φέσωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φεσώνω — φέσωσα, φεσώθηκα, φεσωμένος 1. βάζω στο κεφάλι κάποιου φέσι: Οι Τούρκοι φέσωναν τα παιδιά τους από μικρά. 2. μτφ., μεθάω κάποιον: Η ρετσίνα τους φέσωσε. 3. μτφ., δημιουργώ ανεξόφλητο χρέος: Τον φέσωσαν οι πελάτες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεσωμένος — η, ο, Ν 1. φεσάς, φεσοφόρος 2. μτφ. χρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι, μέσω ενός ρ. *φεσώνω (πρβλ. καπελ ωμένος)] … Dictionary of Greek